- φιλάγραυλος
- φιλ-άγρ-αυλος, das Landleben liebend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
φιλάγραυλος — ον, ΜΑ αυτός που αγαπά την αγροτική ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἄγραυλος «αυτός που ζει στην ύπαιθρο»] … Dictionary of Greek
φιλαγραύλου — φιλάγραυλος fond of the country masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαγραύλῳ — φιλάγραυλος fond of the country masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυλή — Χώρος αστέγαστος και περιτοιχισμένος μπροστά από σπίτι, ή πίσω ή και γύρω απο αυτό. Μεταφορικά λέγεται και το προσωπικό ενός ηγεμόνα. Η α. πρωτοεμφανίστηκε στα ανάκτορα των βασιλιάδων της ομηρικής Ελλάδας, της Αιγύπτου, της Ασσυρίας κλπ. Στα… … Dictionary of Greek